ερμηνέας

preter

ουσιαστικό
διερμηνέας
interpreterdragoman
ερμηνευτής
interpreterexponent

  1. Όρισμοί interpreter
  2. ουσιαστικό
  3. a person who interprets, especially one who translates speech orally.
  4. The pair sat in the dock flanked by four police officers and the proceedings were translated by an interpreter .
  5. συνώνυμα: translator, transcriber, transliterator; performer, presenter, exponent, singer, player, actor, dancer; analyst, evaluator, reviewer, critic
  6. Δείτε επίσης
  7. Interpreter, Do you need an interpreter?, command interpreter
preter

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

άδεια άσκησης επαγγέλματος Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

4. ΕΜΠΕΙΡΙΑ (ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ - ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ)

Το ανώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης ή διορισμού στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. και των δύο βαθμών.